νυκτερόφοιτος

νυκτερόφοιτος
νυκτερό-φοιτος, ον,
A = νυκτίφοιτος, Orph.H.36.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νυκτερόφοιτος — νυκτερόφοιτος, ον (Α) νυκτίφοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φοιτος (< φοιτῶ)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτερόφοιτε — νυκτερόφοιτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτεροφοίτις — νυκτεροφοῑτις, ιδος, ἡ (Α) [νυκτερόφοιτος] (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που περιπλανάται τη νύχτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”